- τραβηξιά
- η1. έλξη, τράβηγμα: Τραβηξιά του σκοινιού.2. αναρρόφηση, ρούφηγμα προς τα πάνω: Με το καλαμάκι στο ποτήρι έκανε μια τραβηξιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τραβηξιά — η, Ν 1. το τράβηγμα, η κίνηση τού τραβήγματος 2. κάθε εισπνοή καπνού τσιγάρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραβηξ τού αορ. τράβηξα τού τραβώ + κατάλ. ιά (πρβλ. κλεψιά)] … Dictionary of Greek
τράβηγμα — το, ατος 1. έλξη, τραβηξιά: Τράβηγμα του σκοινιού. 2. άντληση υγρού: Τράβηγμα νερού απ το πηγάδι. 3. εκτύπωση κάθε αντίτυπου στην τυπογραφία. 4. έκδοση συναλλαγματικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)